- αυλίτης
- αὐλίτης και αὐλείτης, ο (Α) [αυλή]υπηρέτης αγροτικής κατοικίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐλίτης — farm servant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλιτῶν — αὐλίτης farm servant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
αυλείτης — ο βλ. αυλίτης … Dictionary of Greek